ηγητωρ

ηγητωρ
    ἡγήτωρ
    дор. ἁγήτωρ -ορος ὅ
    1) предводитель, начальник
    

(Τρώων, φυλάκων Hom.)

    2) проводник
    

ἡ. ὀνείρων HH. — навевающий сны (т.е. Гермес)

    3) вождь, наставник (эпитет Зевса у спартанцев Xen. и Аполлона Eur.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ηγητωρ" в других словарях:

  • Ἡγήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτωρ — f masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγητόρων — Ἡγήτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητόρων — ἡγήτωρ f masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορα — Ἡγήτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορα — ἡγήτωρ f masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορας — Ἡγήτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορας — ἡγήτωρ f masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορε — Ἡγήτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορε — ἡγήτωρ f masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορες — Ἡγήτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»